- δυνάμωμα
- [динамома] ουσ. о. усиление, укрепление,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
δυνάμωμα — το (Μ δυνάμωμα) [δυναμώνω] 1. το να δυναμώνει κάποιος ή κάτι, ισχυροποίηση, ενίσχυση 2. αύξηση, ένταση … Dictionary of Greek
δυνάμωμα — το το να αποκτά κανείς δύναμη, τόνωση, ενίσχυση: Αυτές οι βιταμίνες βοήθησαν το δυνάμωμά μου μετά την αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλσις — (I) ἄλσις ( έως), η (Α) [ἀλδαίνω] αύξηση, δυνάμωμα. (II) ἅλσις ( εως), η (Α) [ἁλλομαι] άλμα, πήδημα … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
δυνάμωση — η (AM δυνάμωσις) δυνάμωμα … Dictionary of Greek
ενίσχυμα — το [ενισχύω] 1. δυνάμωμα 2. οικονομική υποστήριξη … Dictionary of Greek
ενδυνάμωση — η 1. ενίσχυση, δυνάμωμα («ενδυνάμωση οργανισμού») 2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο … Dictionary of Greek
καρδάμωμα — το [καρδαμώνω] δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων … Dictionary of Greek
νταβράντισμα — το [νταβραντίζω] 1. τίναγμα, τράνταγμα 2. δυνάμωμα, σφρίγος … Dictionary of Greek
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek